Ευαγγελισμός και η Βίβλος


Του John Stott

Χωρίς τη Βίβλο ο ευαγγελισμός του κόσμου όχι μόνο δεν είναι δυνατός αλλά αδιανόητος. Η Βίβλος τονίζει την ευθύνη μας να ευαγγελίσουμε τον κόσμο, μας δίνει το Ευαγγέλιο να κηρύξουμε, μας οδηγεί σχετικά με το πώς να το κηρύξουμε, και μας διαβεβαιώνει ότι είναι «δύναμις Θεού προς σωτηρίαν για κάθε πιστεύοντα».

Επιπλέον, είναι ιστορικά διαπιστωμένο γεγονός ότι ο βαθμός αφιέρωσης της Εκκλησίας στο έργο του ευαγγελισμού του κόσμου είναι ανάλογος με το βαθμό πεποίθησής της στην αυθεντικότητα της Βίβλου. Οποτεδήποτε οι χριστιανοί χάνοuν την εμπιστοσύνη τους στη Βίβλο, χάνουν και το ζήλο για το ευαγγελιστικό έργο. Αντίθετα, όταν είναι πεπεισμένοι για τη Βίβλο, τότε είναι αποφασισμένοι να ευαγγελίσουν τους ανθρώπους.

Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερεις λόγοι πού καθιστούν τη Βίβλο απαραίτητη για τον ευαγγελισμό του κόσμου.

Πρώτον, η Βίβλος μας δίνει την εντολή για τον ευαγγελισμό του κόσμου. Σίγουρα χρειαζόμαστε αυτή την εντολή, γιατί υπάρχουν παντού και επιτείνονται δυο φαινόμενα: Το ένα είναι ο θρησκευτικός φανατισμός και το δεύτερο είναι ο θρησκευτικός πλουραλισμός. Ο φανατικός εκδηλώνει έναν παράλογο ζήλο, που αν μπορούσε, θα χρησιμοποιούσε βία για να επιβάλει την πίστη και να ξεριζώσει την απιστία. Ο θρησκευτικός πλουραλισμός ενθαρρύνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ό,τι τους αρέσει.

Η ανοχή που ο νόμος χορηγεί είναι ευπρόσδεκτη. Αποτελεί ουσιαστική έκφραση της θρησκευτικής ελευθερίας όταν σε όλες τις θρησκείες δίνεται η δυνατότητα όχι μόνο να λειτουργούν, αλλά και να διαδίδονται. Υπάρχει όμως ένα άλλο είδος ανοχής που δεν μπορούμε να δεχθούμε. Είναι η διανοητική ανοχή που γεννάται από αδιαφορία προς την αλήθεια και αρνείται την μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του Ιησού Χριστού.

Οπουδήποτε επικρατεί ένα πνεύμα θρησκευτικής αδιαφορίας, το έργο του ευαγγελισμού συναντά αντίδραση. Ο χριστιανός που κάνει ευαγγελιστικό έργο θεωρείται ότι επιδίδεται σε μια ανεπίτρεπτη διείσδυση στις ατομικές υποθέσεις των άλλων. Μπροστά σ' αυτή την αντίδραση πρέπει να είμαστε σαφείς ως προς την εντολή που μας δίνει η Βίβλος. Δεν είναι μόνο το ειδικό ευαγγελιστικό μήνυμα σπουδαίο, αλλά ολόκληρη η Βιβλική αποκάλυψη.

Όλη λοιπόν η Γραφή είναι το περιεχόμενο του μηνύματός μας: Η δημιουργία του Θεού μας βεβαιώνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματά Του. Ο χαρακτήρας του Θεού, όπως μας φανερώνεται, γεμάτος αγάπη και ευσπλαχνία, ώστε να μη θέλει να χαθεί κανείς κάτω από την κρίση Του, αλλά να επιστρέψουν όλοι με μετάνοια. Οι υποσχέσεις του Θεού ότι όλα τα έθνη θα ευλογηθούν δια μέσου του σπέρματος του Αβραάμ και να γίνουν κληρονομιά του Μεσσία. Ο ίδιος ο Χριστός του Θεού, εξυψωμένος με παγκόσμια αυθεντία και το Πνεύμα του Θεού που ελέγχει την αμαρτία, δίνει μαρτυρία για τον Ιησού και οδηγεί την Εκκλησία να ενεργεί με ευαγγελισμό. Ακόμη και η Εκκλησία του Θεού, πολυεθνική και σύνθετη ως προς την πολιτιστικά ιεραποστολική κοινότητα, με εντολή να ευαγγελίζεται έως ότου ο Βασιλιάς επιστρέψει.

Δεύτερο, η Βίβλος μας παρέχει το περιεχόμενο του μηνύματος για τον ευαγγελισμό. Το μήνυμά μας πηγάζει στη Βίβλο. Καθώς την ανοίγουμε αντιμετωπίζουμε ένα δίλημμα για να αποφύγουμε δυο αντίστροφα λάθη. Το ένα είναι η ρευστότητα, η ασάφεια. Το Ευαγγέλιο είναι θετικό και συγκεκριμένο, δεν έχουμε δικαίωμα να το νερουλιάσουμε. Το αντίστροφο λάθος είναι η στενότητα. Στην περίπτωση αυτή επαναλαμβάνουμε με στερεότυπο τρόπο ορισμένες φράσεις. Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, την ρευστότητα και τη στενότητα, υπάρχει ένας τρίτος, καλύτερος δρόμος. Είναι οι σωστές βιβλικές εκφράσεις και όχι η αβαρία και απομάκρυνση από τη Βίβλο ούτε η στερεοτυπία. Πρέπει να αγωνιζόμαστε τόσο στην προσευχή όσο και στη σπουδή και τη συζήτηση για να συσχετίζουμε το Ευαγγέλιο που είναι δεδομένο με μια ορισμένη δεδομένη περίσταση. Αυτό προέρχεται από το Θεό και πρέπει να το διαφυλάξουμε. Και επειδή προορίζεται για ανθρώπους της σύγχρονης εποχής, οφείλουμε να το ερμηνεύσουμε. Πρέπει λοιπόν, να συνδυάζουμε πιστότητα, μελετώντας αδιάκοπα τα βιβλικά κείμενα, και με ευαισθησία να σπουδάζουμε συνεχώς την σύγχρονη κατάσταση. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να συσχετίσουμε τον Λόγο του Θεού με τον κόσμο, προσηλωμένοι στο Λόγο και σε συσχετισμό με τις ανάγκες των ανθρώπων.

Τρίτο, η Βίβλος μας δίνει το σχέδιο για τον ευαγγελισμό. Η Βίβλος δεν περιέχει απλώς το Ευαγγέλιο. Είναι η ίδια, ολόκληρη, το Ευαγγέλιο. Ο Θεός ο ίδιος είναι ο υπέρτατος ευαγγελιστής, γιατί Εκείνος μεταδίδει τα δικά Του «Καλά Νέα». Όλη η Γραφή κηρύττει το Ευαγγέλιο και ο Θεός μέσω αυτής ενεργεί ευαγγελιστικό έργο. Αν λοιπόν η ίδια η Γραφή είναι ο θείος ευαγγελισμός, είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι μπορούμε να διδαχθούμε από αυτήν πώς να κηρύττουμε το Ευαγγέλιο, λαμβάνοντας υπόψη πώς ο Θεός το κάμει. Μας έχει δώσει το σχέδιο. Εκείνο που μας εντυπωσιάζει είναι η μεγάλη συγκατάβαση του Θεού. Προκειμένου να αποκαλύψει μια σοβαρότατη αλήθεια για τον εαυτό Του και τη δόξα Του, για το Χριστό και το έλεος και τη δικαιοσύνη Του, την ολοκληρωμένη σωτηρία που παρέχει, ο Θεός μεταχειρίζεται ανθρώπινη γλώσσα και ομιλεί δια μέσου ανθρώπων.

Ο αιώνιος Λόγος του θεού, που από την αιωνιότητα ήτο Θεός και ήτο με τον Θεόν, έγινε άνθρωπος. Έγινε πτωχός και υπεβλήθη σε πειρασμούς και στερήσεις, πόνο και πείνα. Καθώς όμως έγινε ένα με μας παίρνοντας ανθρώπινο σώμα, δεν έπαυσε να είναι αυτός που ήταν από την αρχή. Έμεινε για πάντα ο αιώνιος Λόγος, ο Υιός του Θεού.

Ουσιαστικά λοιπόν παρατηρούμε την ίδια αρχή, τόσο στη θεοπνευστία των Γραφών όσο και στην ενσάρκωση του Υιού: «Ο λόγος σάρξ εγένετο». Το θείο επικοινώνησε με ανθρώπινο τρόπο. Ταυτίστηκε με εμάς χωρίς να παραχωρήσει την ιδιότητά Tου. Αυτή η αρχή του συνταυτισμού, χωρίς να χάνεται η ιδιότητα, είναι η μέθοδος για τον ευαγγελισμό σε κάθε πολιτιστικό επίπεδο.

Μερικοί από μας αρνούνται να συνταυτιστούν με τους ανθρώπους που θέλουμε να υπηρετήσουμε. Δεν θέλουμε να γίνουμε ένα μαζί τους. Κρατάμε τη δική μας πολιτιστική κληρονομιά με την εσφαλμένη ιδέα πώς αυτή είναι αναπόσπαστη από την ιδιότητά μας. Είμαστε απρόθυμοι να την εγκαταλείψουμε. Όχι μονάχα διατηρούμε εντατικά τη δική μας πολιτιστική πρακτική, αλλά και αντιμετωπίζουμε τους άλλους χωρίς το σεβασμό που τους αξίζει. Θέλουμε να τους επιβάλουμε τη δική μας πολιτιστική παράδοση περιφρονώντας τους άλλους. Δεν ήταν όμως αυτή η μέθοδος του Ιησού που εκκένωσέ τον εαυτό Του από τη δόξα Του και ταπεινώθηκε για να υπηρετήσει.

Άλλοι πάλι ακολουθούν τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Αφομοιώνονται τόσο με τους ανθρώπους που υποτίθεται ευαγγελίζονται, ώστε εγκαταλείπουν τις χριστιανικές τους πεποιθήσεις, αρχές και αξίες. Ούτε αυτή ήταν η μέθοδος του Ιησού γιατί με το να γίνει άνθρωπος ο Ιησούς δεν έπαυσε να είναι Θεός.

Μερικοί άνθρωποι απορρίπτουν το Ευαγγέλιο γιατί το θεωρούν απειλή για τον δικό τους πολιτισμό. Φυσικά, ο Χριστός προκαλεί κάθε πολιτισμό. Οπουδήποτε παρουσιάζεται το Ευαγγέλιο, ο Ιησούς Χριστός αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με την αξίωσή Του ότι είναι Κύριος. Επιδιώκει να αποβάλει από την πολιτιστική μας παράδοση κάθε τι που την κυριαρχεί και να το αντικαταστήσει με τον εαυτό Του. Αυτή η σύγκρουση δεν μπορεί να αποφευχθεί. Το ερώτημα όμως είναι μήπως το Ευαγγέλιο που κηρύττουμε προβάλλει απειλές που δεν είναι αναγκαίες, μήπως εμείς που παρουσιάζουμε τα Καλά Νέα είμαστε υπερήφανοι για το δικό μας ιδιαίτερο πολιτιστικό επίπεδο και είμαστε τυφλωμένοι;

Ο Θεός μας μιλάει μέσω της Αγίας Γραφής χρησιμοποιώντας ανθρώπινη γλώσσα. Στο Χριστό πήρε ανθρώπινο σώμα για να επικοινωνήσει μαζί μας και να αποκαλύψει σε μας τον εαυτό Του. Αυτό αποτελεί το πρότυπο για κάθε χριστιανική επικοινωνία. Και αυτό είναι το πρότυπο που η Βίβλος μας φανερώνει για την ευαγγελιστική μαρτυρία μας: Κένωση του εαυτού μας και ταπείνωση. Χωρίς κένωση από το Εγώ και χωρίς ταπείνωση αναιρούμε το Ευαγγέλιο και δίνουμε λανθασμένη εικόνα για το Χριστό που κηρύττουμε.

Τέταρτο, η Βίβλος μας δίνει τη δύναμη για το έργο του ευαγγελισμού. Υπάρχει δύναμη στο Λόγο του Θεού και στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Ίσως η πιο δραματική έκφραση αυτής της πραγματικότητας στη Καινή Διαθήκη βρίσκεται στη Β' προς Κορινθίους Επιστολή κεφ. 4 εκεί όπου ο Παύλος περιγράφει τον διάβολο, ως θεό αυτού του κόσμου που έχει τυφλώσει τη διάνοια των απίστων για να τους εμποδίσει να δουν το φως του Ευαγγελίου, τη δόξα του Χριστού. Όταν τα μάτια ενός ανθρώπου είναι τυφλωμένα πώς μπορεί αυτός να δει; Μόνο με τη δημιουργική δύναμη του Θεού, γιατί ο Θεός που είπε «να λάμψει φως μέσα από το σκοτάδι, ο ίδιος Θεός είναι που έλαμψε μέσα στις καρδιές μας».

Αν ο Σατανάς τυφλώνει τη διάνοια των ανθρώπων και ο Θεός φωτίζει τις καρδιές, τί έχουμε εμείς να προσφέρουμε σ’ αυτή τη διαδικασία; Δεν θα ήταν πιο ταιριαστό για μας να αποσυρθούμε από τη σύγκρουσή και να αφήσουμε τη διαμάχη μεταξύ Θεού και διαβόλου; Όχι! Δεν είναι αυτό το συμπέρασμα του αποστόλου. Αντίθετα, «κηρύττουμε τον Ιησού Χριστό Κύριο!» (Β΄Κορ. 4: 5), γράφει. Αφού το φως που ο διάβολος εμποδίζει τους ανθρώπους να δουν και το οποίο ο Θεός ενεργεί να λάμψει στις καρδιές, είναι το φως του Ευαγγελίου, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να το διακηρύττουμε. Αυτό είναι απαραίτητο. Είναι το μέσο που ο Θεός όρισε με το οποίο ο άρχοντας του σκότους κατατροπώνεται ώστε να ξεχύνεται το φως μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Υπάρχει λοιπόν δύναμις στο Ευαγγέλιο του Θεού, η δική Του δύναμις προς σωτηρία.

Χωρίς τη Βίβλο ο ευαγγελισμός του κόσμου είναι αδύνατος, γιατί χωρίς τη Βίβλο δεν έχουμε Ευαγγέλιο να προσφέρουμε στα έθνη, τίποτε το θετικό, ούτε ιδέα πώς να εκτελέσουμε το χρέος μας και ούτε ελπίδα για οποιαδήποτε επιτυχία. Η Βίβλος μας δίνει την εντολή, το μήνυμα, το υπόδειγμα και τη δύναμη που χρειαζόμαστε. Ας ζητήσουμε λοιπόν να επανακτήσουμε τη Βίβλο με προσεκτική μελέτη εις βάθος. Ας προσέξουμε τις επιταγές της και ας συλλάβουμε το μήνυμά της. Ας ακολουθήσουμε τις οδηγίες της και ας εμπιστευτούμε τη δύναμή της. Και, υψώνοντας τη φωνή μας, ας τη διαλαλήσουμε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Η Ινδία που ξέραμε χάνεται γρήγορα», σχολιάζει χριστιανός επίσκοπος το viral βίντεο που έχει προκαλέσει οργή

Παράδοξα της πίστης

Κωνσταντίνος Μεταλληνός