Πώς αποτυγχάνει η Εκκλησία τον σκοπό της; Μια ψυχολογική ερμηνεία

Το παρακάτω κείμενο του ΠΗΓ προσφέρει μια ορθή ανάλυση μιας εκκλησίας που ξεφεύγει από τον σκοπό και την αποστολή της.

Ο άνθρωπος δεν παύει, έχοντας χάσει τον Παράδεισο, να είναι ο μόνιμα περιπλανώμενος και φυγάς (Κάιν, Οδυσσέας, Φάουστ), σε μια αέναη προσπάθεια να κατακτήσει το άγνωστο, βασανιζόμενος από την επιθυμία για το «απόλυτο», δηλαδή τον Θεό που δεν γνωρίζει. Θέλει μόνος του να άρει την κατάρα που τον έχει αμετάκλητα χωρίσει απ’ Αυτόν. Η επίδραση δε της γνώσης του θανάτου του είναι έντονη στη ζωή του, τόσο ώστε συστηματικά να θέλει να την απομακρύνει απευθύνοντάς την στους άλλους, ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να την αντιμετωπίζει στοχαστικά, ώστε μεγάλο μέρος της ανθρώπινης σκέψης να χαρακτηρίζεται σαν «φιλοσοφία θανάτου».

Στο πρόβλημα αυτό μια μόνο λύση υπάρχει: να αντιμετωπίσει την αλήθεια, να αναγνωρίσει τη θεμελιώδη μοναξιά και ερημιά του και να θελήσει να πραγματώσει αληθινή επικοινωνία, δηλαδή την επανασύνδεσή του πρώτα με τον Θεό και έπειτα με τον άνθρωπο.

Μια τέτοια σχέση ύπαρξης – που αποτελεί ουσιαστικά και τη μόνη αυθεντική σχέση αγάπης – η εκκλησία των εσχάτων καιρών έχει τη μεγάλη ευθύνη να την φανερώνει στον καθημαγμένο σύγχρονο άνθρωπο και όχι να τον κουράζει και να τον απωθεί με την ανιαρή και ανούσια επανάληψη μιας μονοδιάστατα απαγορευτικής «αγιολογίας», ενώ η ίδια συντηρεί στους κόλπους της πληθώρα «χριστιανικών» προσωπείων ηθικολογίας. Είναι απόλυτη και πρωταρχική ανάγκη να συνειδητοποιήσει η εκκλησία των εσχάτων καιρών, ότι οι σατανικότερες εκδηλώσεις του ανθρώπινου εγκεφάλου, δεν είναι οι εκδηλώσεις της σάρκας (δηλαδή του σώματος), αλλά του πνεύματος του, του «ιδεολογισμού και ιδεαλισμού» του. Ο εχθρός είναι πνεύμα μετασχηματιζόμενο εξιδανικευτικά σε άγγελο φωτός και διάκονο δικαιοσύνης. Όσο η εκκλησία επιμένει στις εξωτερικές ιδανικοποιήσεις με αγιολογίες, ηθικολογίες και ευαγγελιστικές μόνο δραστηριότητες, κινδυνεύει να υποδουλωθεί στην εχθρική παγίδα ώστε να μη βιώνει τη χαρά και «ελευθερία των τέκνων του Θεού», παρ’ όλον ότι ισχυρίζεται ότι μας «μετέστησε από της εξουσίας του σκότους στη Βασιλεία του αγαπητού Του Υιού».

Η εκκλησία των παραδόσεων, δέσμια προκαταλήψεων, φόβων, υποκρισιών και ιδεοψυχαναγκασμώv, και τελικά ενός μείζονος φαρισαϊκού πλέγματος και συμπλέγματος, μπορεί να αναλίσκεται σε μια συμπεριφορά «αγιασμού», ευαγγελισμού κλπ., που όμως δεν αποτελεί παρά το εξωτερικό επιφαινόμενο εσωτερικών διεργασιών και πιέσεων. Πνευματικά συμπλέγματα αυτοκαταξίωσης, υπερηφάνειας, φιλοπρωτίας, πρωτοκαθεδριών (παράγωγα όλα ενός στείρου νομικισμού) είναι οι βαθύτεροι λόγοι της έλλειψης καρπών Πνεύματος μεταξύ των πιστών και αποτελεσματικής μαρτυρίας προς τους έξω. Δεν ελκύει η εκκλησία τους ανθρώπους, παρά την σαφή επιθυμία του Κυρίου «θέλω πάντας έλξει προς Εμαυτόν», αλλά μάλλον απωθεί με τη μειωμένη ποιότητα ζωής της η οποία επιμένει να την χαρακτηρίζει «αφιέρωση», «αγιασμό» κλπ.

Είναι σκόπιμη και αναγκαία – περισσότερο από κάθε άλλη φορά – η σε βάθος ανάλυση και εμπέδωση του Α' Κορινθίους 13 κεφαλαίου και η έντονη συναισθηματική ικεσία προς τον Κύριο, να αρχίσουν, έστω και υπό μορφή ψιχίων, να βιώνονται τα χαρακτηριστικά της αγάπης (που είναι ο ίδιος ο Θεός) στο βάθος του «είναι» μας, και έτσι να αποκαθαίρονται τα υπερεγωτικά, εξουσιαστικά και αγιόλογα ηθικά συμπλέγματά μας.

Η «αγιαστική» συμπεριφορά, η μέχρι θανάτου «αφιέρωση», μπορεί απλά να υποκρύπτει μια φιλόδοξη υπερηφάνεια πνεύματος, δηλαδή τη μέγιστη επιθυμία της αλαζονείας του βίου και της εξουσίας. Συνήθως προνοείται η επιθυμία της σάρκας (αυτοθαυμασμός), η επιθυμία των οφθαλμών (ετεροθαυμασμός, όπου οι άλλοι μας βλέπουν και μας θαυμάζουν) για να ακολουθήσει η αλαζονεία του βίου (δηλαδή η πνευματική επικυριαρχία πάνω στις ψυχές).

Οι τρεις επιθυμίες του φυσικού μας «εγώ» αποτελούν δυνάμεις ισχυρές, που το άτομο μπορεί να μην έχει συνείδηση της ύπαρξής τους. Η ύπαρξή τους δρα υποσυνείδητα, με αποτέλεσμα, ακόμα και αν η συμπεριφορά στο σύνολό της πηγάζει από θεληματικές αποφάσεις συνειδητές, στην εξωτερική δράση και πράξη να σημειώνονται αντιφάσεις και ασυνέπειες, που δεν συμβιβάζονται με το γενικότερο «πιστεύω» του ανθρώπου («... ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ ...»).

Οι πιο βαθιά ριζωμένες γνώμες και συνήθειες, και ιδιαίτερα η τριάδα των επιθυμιών, που χαρακτηρίζουν ένα άτομο, δεν μεταβάλλονται εύκολα, όπως και οι νευρώσεις μας, που είναι αποτελέσματα ενδόμυχων συγκρούσεων με τις επιθυμίες.

Ο φυσικός μας άνθρωπος έχει συστηματοποιήσει έναν χαρακτήρα που αρχικά διαπλάθεται σε αντιστοιχία με τον χαρακτήρα των γονέων του, ενώ σημασία έχουν και οι κοινωνικές συνθήκες που, σαν περιβάλλον, επηρεάζουν τη διαμόρφωσή του. Συνήθως ο χαρακτήρας μας εμπεριέχει μείγμα και των τριών άνω αναφερθέντων επιθυμιών, μεταξύ των οποίων στον αυταρχικό άνθρωπο διαφαίνεται η εξουσιαστική τους πτυχή, δηλαδή η αλαζονεία του βίου.

Το τραγικό στην περίπτωση της εκκλησίας είναι ότι η επικυριαρχική αυτή τάση (αποτέλεσμα της αλαζονείας του βίου) μπορεί να ασκείται μέσα στις συναθροίσεις εν ονόματι μιας «αγιαστικής» καθαρότητας και αφιέρωσης, που κρύβουν αυτή την τάση ακόμη και από τον φορέα της. Προκειμένου δε να ασκείται αυτή η εξουσία συνήθως υπερτονίζεται το φράγμα που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτούς – σαν πιστούς – και τον εξωτερικό κόσμο. Υπάρχει έτσι διάχυτη η αίσθηση πως όσα βρίσκονται πέραν από τα πνευματικά «οχυρά» είναι ακάθαρτα και επικίνδυνα, γι' αυτό στις σχέσεις με τους άλλους η οικειότητα αποτελεί απειλή, ενώ η αίσθηση της – υποτιθέμενης – δικαιοσύνης και καθαρότητας εκφράζεται με κούμπωμα και καχυποψία.

Άλλο δυστύχημα για την περίπτωση των πιστών ανθρώπων, είναι ο υπερτονισμός των ευαγγελιστικών και λοιπών εξωστρεφών δραστηριοτήτων, που μπορεί να αποτελούν τρόπους φυγής από τη βαθύτερη επίγνωση του εσωτερικού πνευματικού προβλήματος της εκκλησίας, δηλαδή από τη βαθύτερη επίγνωση του εαυτού μας. Και το δυστύχημα προχωρεί όταν οι πιστοί μπορεί να αισθάνονται ότι την αξία τους δεν συνιστούν κατά κύριο λόγο οι ανθρώπινες ιδιότητές τους, αλλά οι όποιες «επιτυχίες» τους σε μια συναγωνιστικού και ανταγωνιστικού τύπου «πνευματική αγορά». Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον ο πιστός έμμεσα ωθείται συνεχώς σε μια αδιάκοπη προσπάθεια επιτυχίας και – έμμεσα – επίδειξης (και ας προσπαθεί να την καλύψει λέγοντας «η δόξα ανήκει μόνο στον Κύριο κλπ.»). Το άτομο ουσιαστικά κινείται με έναν ανταγωνιστικό τρόπο «πνευματικής» ζωής που τον έχει αναγάγει σε αξία πίστης. Όμως ένας τέτοιος τρόπος καθιστά το άτομο κυριολεκτικά εξαρτώμενο, όχι από τον Ιησού, αλλά από τον τρόπο που τον βλέπουν άλλοι (το είδωλο, δηλαδή την επιθυμία των οφθαλμών). Και, το χειρότερο, αν θελήσει αυτό να αντιδράσει, τότε μπορεί να μεταπέσει στο άλλο άκρο, αυτό ενός άκρατου εγωισμού που αδιαφορεί τελείως για τις γνώμες των άλλων, και που κατονομάζει τον εγωισμό του «αποκλειστική εξάρτηση από τον Κύριο». Πρόκειται δηλαδή για αμφιθυμική κατάσταση πνευματικής νεύρωσης, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα όπου ανενόχλητα λειτουργεί ο εχθρός.

Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, οι σχέσεις των πιστών υποχρεωτικά γίνονται επιφανειακές και τυποποιημένες λόγω της ανάγκης ο ένας να αρέσει στον άλλον ή να επιβάλλεται στον άλλον. Και αυτός ο αναυθεντικός τρόπος συνύπαρξης καταντά ολοένα περισσότερο στερεότυπος και επιφανειακός παρά τις οποιεσδήποτε εκκλησιαστικές δραστηριότητες.

Είναι λοιπόν επείγουσα η ανάγκη να μεταλλαχθεί πνευματικά αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα κομφορμισμού και καθωσπρεπισμού, προκειμένου να εμψυχωθούν οι πιστοί, ιδιαίτερα οι νεότεροι, για να λειτουργήσουν αυθόρμητα και συναισθηματικά, για να είναι αληθινοί με τον εαυτό τους, με τους άλλους και με τον Θεό, για να μην ανακαλύψουμε αργά όλοι μας, ότι ο καθωσπρεπισμός, ο κομφορμισμός και γενικά ο εξιδανικευμένος και «αγιαστικός» εγωισμός μας, δεν μας επέτρεψαν να δομήσουμε χαρακτήρες πίστης με γνήσια υλικά, αλλά με «ξύλα, πέτρες και κεράμους». Μια τέτοια μετάλλαξη μπορεί να γίνει μόνο μέσα στο κλίμα του 13ου κεφαλαίου της Α' Κορινθίους, ώστε να συλλειτουργήσουμε πραγματικά σαν σώμα και όχι σαν υποκατάστατο θρησκευτικό σωματείο.

Ίσως δεν υπάρχει άλλη λέξη που να είναι τόσο διφορούμενη και να προκαλεί τόση σύγχυση όσο η λέξη «αγάπη». Κάθε άνθρωπος έχει μια ικανότητα για αναζήτηση της αγάπης, όμως η πραγμάτωσή της είναι από τα πιο δύσκολα επιτεύγματα. Και τούτο, σύμφωνα με το 13ο κεφάλαιο της Α' Κορινθίους, γιατί αποτελεί κύρια παραγωγική δραστηριότητα και φροντίδα, ενώ δεν είναι μόνο πάθος που καταθλίβει, ούτε μόνο συναίσθημα που απλά «συγκινεί». Δυστυχώς το εκκλησιαστικό περιβάλλον τις περισσότερες φορές έχει έντονη την αίσθηση της τάξης και κοσμιότητας (δηλ. του κόσμου, δηλ. του εξωτερικού ελιτισμού - γιατί αυτό σημαίνει «κόσμος»), αλλά δεν βιώνει στο μέτρο που είναι αναγκαίο την αγάπη. Η δε θεία αγάπη, της οποίας τουλάχιστον τα ψιχία πρέπει διακαώς να επιζητούμε, δεν εξαρτιέται από όρους που πρέπει να εκπληρώσει ο πιστός, προκειμένου να αγαπηθεί. Όπως και η μητρική αγάπη δεν ζητάει ανταπόδοση και δεν εξαρτιέται από όρους που πρέπει να εκπληρώσει το παιδί για να το αγαπήσουν. Και η θεία αγάπη είναι μεγαλύτερη της μητρικής (« ... και αν ο πατήρ σου και η μήτηρ σου σε εγκαταλείψουν, Εγώ όμως όχι ...»).

Είναι ανάγκη επιτακτική, οι ηγέτες των εκκλησιών, όπως και οι γονείς των μικρών παιδιών, να έχουν υπ' όψη τους ότι η φροντίδα και η ευθύνη αποτελούν συστατικά στοιχεία της αγάπης, όμως χωρίς σεβασμό προς το αγαπημένο πρόσωπο και γνώση γι' αυτό, η αγάπη μπορεί να εξελιχθεί σε κυριαρχία και κατοχή. Και έτσι το κυριαρχούμενο πρόσωπο, έστω και χωρίς πρόθεση, αντιμετωπίζεται σαν αντικείμενο για χρήση και όχι σαν ανθρώπινο ον – κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού – που είναι αυτοσκοπός.

Ακόμη μπορεί η καλοκάγαθη κυριαρχία, που πολλές φορές παρουσιάζεται μεταμφιεσμένη με τη μορφή της «αγάπης», να είναι και αυτή έκφραση κρυφών σαδιστικών συμπλεγμάτων.

Στη χειρότερη δε μορφή συνεχούς ύπαρξης ανταγωνιστικών σχέσεων μέσα στη συνάθροιση, μπορεί να υπάρξει σαν προώθηση – εν ονόματι της αλήθειας τώρα – να καταστρέψει κανείς κατάλαλα και επικριτικά τους άλλους, σαν επακόλουθο έλλειψης αγάπης και φόβου προς αυτούς.

Είναι απόλυτη ανάγκη να γνωρίζουμε ότι ο φυσικός μας άνθρωπος – που «μισεί τα του Θεού» – βασικά δεν είναι σε θέση να αγαπήσει αληθινά και ουσιαστικά. Ο φυσικός μας άνθρωπος είναι ιδιοτελής, ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, βλέπει το συνάνθρωπό του από την άποψη του τι μπορεί να ωφεληθεί από αυτόν. Δεν δείχνει ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων, ούτε σεβασμό για την προσωπικότητά τους και κρίνει όλους και όλα από τη χρησιμότητα που έχουν γι' αυτόν.

Στον πνευματικό και εκκλησιαστικό χώρο, καλύπτει το έλλειμμα αγάπης του πίσω από την αυστηρότητα του Νόμου και τη σοβαροφάνειά του, ενώ στο βάθος είναι δυστυχισμένος μέσα στο νομικισμό του, και ενδιαφέρεται μόνο να αφαιρέσει από τη ζωή των άλλων τις χαρές εκείνες που ο ίδιος δεν επιτρέπει – για λόγους «αγιασμού» --  στον εαυτό του να γευτεί. Κάτω από τη μάσκα της αρετής διδάσκει εντός και εκτός της εκκλησίας, την απαρέσκεια της ζωής που ο ίδιος έχει στερηθεί. Ο νομικισμός του – εάν είναι ηγέτης της εκκλησίας – συντηρεί τις ενοχές των συνειδήσεων των πιστών, ενάντια στη θεία Χάρη, καθώς και τους φόβους και ανασφάλειες, με ένα συνεχή κηρυγματικό λόγο περί «αμαρτίας και τιμωρίας». Χαρακτηριστικά υπερτονίζει τα «εάν» του Δευτερονομίου, θέτοντας τη θεία αγάπη υπό όρους, και σε αντίθεση με το «έλθετε ας διαδικασθώμεν», απαγορεύει κάθε πνευματική κριτική. Έτσι η εκκλησία παρακμάζει, έτσι αποτυγχάνει. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Έριχ Φρομ: «Ο άνθρωπος για τον εαυτό του» (έρευνα για την Ψυχολογία της Ηθικής), εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974.

2) Κώστα Τσιρόnουλου: «Αυτοψία της Εποχής», Οι εκδότες των φίλων, Αθήνα 1966.

3) Ρ. Wilkes: «Οι δράκοντeς της φυχής», εκδ. Πέργαμος Αθήνα.

4) Π. Γιαννακάκου: «Προς Εμμαούς» (Δοκίμια υπαρξιακού προβληματισμού), εκδ. Πέργαμος, Αθήνα 2008.

5) Μπομπ Τζωρτζ: «Επιστροφή στη γνησιότητα», εκδ. Ο Λόγος, Αθήνα.

ΠΗΓ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Η Ινδία που ξέραμε χάνεται γρήγορα», σχολιάζει χριστιανός επίσκοπος το viral βίντεο που έχει προκαλέσει οργή

Κωνσταντίνος Μεταλληνός

Παράδοξα της πίστης