Ο νόμος για τη ρύθμιση σχέσης θρησκευτικών κοινοτήτων και Κράτους. Μετάβαση στη μεταμοντέρνα εποχή;

Μετά από δεκαετίες απραξίας, το ελληνικό κράτος αποφάσισε να εξορθολογήσει τις σχέσεις του με τις διάφορες θρησκείες, θρησκευτικές ομάδες και δοξασίες [1]. Ήταν καιρός! 

Σήμερα η Ελλάδα δεν αποτελείται από το μυθικό συμπαγές ενός 97 % χριστιανών ορθοδόξων, αλλά από πολίτες που διαφοροποιούνται και ως προς το πιστεύω ή μη-πιστεύω τους. Η χώρα άρχισε να συνδιαλέγεται δημοκρατικά. Όχι ίσως τόσο επειδή οι κυβερνήσεις της έπρεπε να συμμορφωθούν με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά μάλλον επειδή η εξέλιξη αυτή αποτελεί τη ρυθμιστική απάντηση του κράτους στις πολιτιστικές και κοινωνικές προκλήσεις μιας μεταμοντέρνας εποχής που δεν εξαιρεί την Ελλάδα.

Δυστυχώς υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι αντί να χαιρετίσουν αυτή την εξέλιξη τρέφουν καχυποψίες και σενάρια συνομωσίας, δηλαδή ότι το Κράτος θέλει να εισχωρήσει στα των εκκλησιών θέματα και να καταγράψει ονόματα πιστών σε μυστικούς καταλόγους κλπ., πιθανώς για να τους «διώξει» σε δεδομένη στιγμή. Δεν είναι εύκολο τέτοιες νοοτροπίες ν’ αλλάξουν. Ο χρόνος θα δείξει. Καλό είναι, αυτοί που σφετερίζονται εύκολα τέτοιου είδους απόψεις να σκεφτούν αυτά που δίδαξε ο Ιησούς, δηλαδή «τα του Καίσαρα στον Καίσαρα και τα του Θεού στον Θεό», και επειδή «ο δούλος δεν υπερέχει του κυρίου του», ό καθένας που Τον ακολουθεί πρέπει να κοστολογήσει τις συνέπειες που έχει αυτό στην ίδια του τη ζωή.

Ας δούμε συνοπτικά, σε τι καινοτομεί αυτός ο νόμος. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μία από τις λίγες στον ευρωπαϊκό χώρο, που δεν είχε προχωρήσει νομοθετικά στη ρύθμιση των σχέσεων αυτών. «Αγκάθι» για τη ρύθμιση ήταν η ιδιαίτερα στενή σχέση της «επικρατούσης θρησκείας», σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, με το Κράτος, που οδηγεί αναπόφευκτα σε προνομιακή μεταχείριση της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτή η σχέση δεν έχει πάψει βέβαια να υφίσταται και μετά την ψήφιση του νόμου, με αποτέλεσμα να συνεχίζονται να παραβιάζονται, θεωρητικά και στην πράξη βασικές αρχές της ισότητας και διατάξεις κατά των διακρίσεων, εις βάρος των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων. 

Πρώτα-πρώτα, ο νόμος αφορά στη ρύθμιση των σχέσεων των θρησκευτικών κοινοτήτων με το Κράτος. Δεν ανακατεύεται σε θέματα της πίστεώς των και των πνευματικών των αναζητήσεων. Στην Ελλάδα εκτός από την Ορθόδοξο Εκκλησία, την Ισραηλιτική Κοινότητα και την Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης, που σύμφωνα με τον νόμο είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (με όλα τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από αυτό το καθεστώς), ορισμένες θρησκευτικές κοινότητες έλαβαν, κατόπιν αιτήσεών τους, με τον καινούργιο νόμο το καθεστώς του Νομικού Θρησκευτικού Προσώπου (Άρθρο 13). Σ’ αυτές ανήκουν για παράδειγμα, η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία και η Καθολική Εκκλησία. Όλες οι υπόλοιπες θρησκευτικές κοινότητες υποχρεούνται, αν το επιθυμούν, να υποβάλουν αίτηση στο αρμόδιο πρωτοδικείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου (Άρθρo 3).

Υπάρχουν πλεονεκτήματα για τις θρησκευτικές κοινότητες με την αναγνώρισή τους ως νομικές προσωπικότητες, π.χ. η απόκτηση νομικής προσωπικότητας προσδίδει σε μια θρησκευτική κοινότητα κύρος έναντι όλων, σεβασμό εκ μέρους των οργάνων του Κράτους (νομοθετικά, διοικητικά, δικαστικά) και προστασία τόσο από αυθαίρετες ενέργειες του Κράτους όσο και έναντι άλλων.

Το αντάλλαγμα; Για να αναγνωριστούν από το Κράτος θρησκευτικές κοινότητες χρειάζονται ένα όνομα που να τις ξεχωρίζει από ενώσεις προσώπων όπως για παράδειγμα οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Επειδή θρησκευτικές κοινότητες έχουν διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων, διαφορετικούς σκοπούς και διαφορετικές προσβάσεις για την πραγματοποίηση αυτών των σκοπών, το Κράτος, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της αποστολής αυτής για τους πολίτες του, φροντίζει ώστε να μην υπάρχουν αντιπαραθέσεις και άλυτα ζητήματα μεταξύ τους, με στόχο το συμφέρον του κοινού καλού. Επίσης ο νόμος ζητάει μια στοιχειώδη εσωτερική οργάνωση της κάθε θρησκευτικής κοινότητας που επιθυμεί να λάβει την νομική προσωπικότητα του θρησκευτικού προσώπου, απαιτώντας έναν κανονισμό, ο οποίος για να είναι έγκυρος θα πρέπει να έχει ένα ελάχιστο περιεχόμενο με ρητή διατύπωση των βασικών προβλέψεων. Ο κανονισμός αυτός θα πρέπει να καθορίζει την επωνυμία, την έδρα του, την εσωτερική του οργανωτική δομή, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί για την επίτευξη των σκοπών του, τα όργανα διοίκησης, τους όρους ανάδειξης ή διορισμού τους, όπως επίσης και παύσης τους, καθώς και τους κανόνες λειτουργίας τους, τους όρους ανάδειξης, εκλογής ή επιλογής των θρησκευτικών λειτουργών, ώστε να υπάρχει διαφάνεια, τους όρους εισόδου, αποχώρησης ή αποβολής των μελών καθώς και τις υποχρεώσεις τους, τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει το ανώτατο συλλογικό όργανο, τους πόρους του κλπ.

[1] Νόμος 4301/7.10.2014, ΦΕΚ 223: Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Η Ινδία που ξέραμε χάνεται γρήγορα», σχολιάζει χριστιανός επίσκοπος το viral βίντεο που έχει προκαλέσει οργή

Παράδοξα της πίστης

Κωνσταντίνος Μεταλληνός