Πώς μια θρησκευτική συνάθροιση έγινε Εκκλησία

Της Αλτάνας Φίλου

Βρισκόμαστε στο Αμβούργο στα μέσα του 19ου αιώνα σε μια εποχή δηλαδή που η Γερμανία δεν είχε συγκροτηθεί ακόμη, ως κράτος, όπως την ξέρουμε σήμερα. Η πόλη των 120.000 κατοίκων τότε (σήμερα πάνω από 1,6 εκ.), ήταν αυτόνομη, με δική της Κυβέρνηση, Δικαστική και Εκτελεστική  Εξουσία. Κτισμένη στις όχθες του ποταμού Έλβα είχε πλωτή επικοινωνία με τη Βόρεια Θάλασσα και το λιμάνι της προσέδιδε πλούτο και δύναμη.

Η πόλη προσέλκυε πολλούς ξένους, ιδιαίτερα νέους, που για τους λόγους του ο καθένας την επισκεπτόταν στην προσπάθεια να αποκτήσει την ιδιότητα του «πολίτη», γιατί μόνο τότε αποκτούσε κανείς και δικαίωμα στην ιδιαίτερη προστασία της Κυβέρνησης. Οι καιροί ήταν πολύ δύσκολοι!

Το 1823 φτάνει στην πόλη ο Johann Gerhard Oncken και το 1828 γίνεται επίσημος πολίτης του Αμβούργου. Δεν ήταν εύκολο επιχείρημα δεδομένου ότι οι τέσσερις κυβερνήτες, με τα 24 μέλη του Συμβουλίου, επιλαμβάνονταν προσωπικά των υποθέσεων «πολιτογράφησης» νέων πολιτών. Αλλά και για έναν άλλον ακόμη λόγο δεν ήταν εύκολο από την αρχή για τον J.G. Oncken, να γίνει πολίτης του Αμβούργου. Είχε έλθει με τον μοναδικό σκοπό να ζήσει σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές, όπως αυτές πήγαζαν από το Ευαγγέλιο και, όντας πολίτης του Αμβούργου, να συνεισφέρει το καλύτερο στην πόλη του και αυτό ενοχλούσε. Οι κυβερνήτες και τα μέλη του Συμβουλίου δεν είδαν με καλό μάτι από την αρχή, τις ενέργειές του και γενικά τον τρόπο που κήρυττε το Ευαγγέλιο και προσευχόταν, αλλά δεν είχαν να του προσάψουν κάτι επιλήψιμο στην συμπεριφορά του και μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια από την άφιξή του τον ανακήρυξαν «Πολίτη» του Αμβούργου. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας μόλις το έμαθε έγινε «θηρίο» και με γραπτή αναφορά προς το Συμβούλιο ρώτησε, πώς ήταν δυνατόν ένα «τέτοιο ύποπτο και επικίνδυνο υποκείμενο» να γίνει «πολίτης» του Αμβούργου. Αλλά από τη στιγμή που ο J.G. Oncken, είχε το έγγραφο στα χέρια του δεν ήταν πια δυνατό να τον διώξουν, ήταν πολίτης της πόλης με όλα τα δικαιώματα που αυτός ο τίτλος του έδινε. Έτσι ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος της Αστυνομίας κατά του J.G. Oncken και των μελών της συνάθροισής του. Ο ίδιος και ο βοηθός του φυλακίστηκαν και διώχθηκαν. Η αστυνομία διέλυσε πολλές φορές με τη βία τις Κυριακάτικες Συναθροίσεις τους εμποδίζοντάς τους να λατρεύουν τον Θεό, όπως εκείνοι πίστευαν ότι είναι σωστό και κατά το γράμμα του Ευαγγελίου. Ανακήρυξαν παράνομη κάθε ενέργειά τους και κατέστρεφαν κάθε έντυπο που έπεφτε στα χέρια τους. Παρ’ όλα αυτά τον Απρίλιο του 1834, ο J.G. Oncken και έξι ακόμη μέλη της συνάθροισης, που ο ίδιος ηγείτο, βαπτίστηκαν στα νερά του Έλβα, θέτοντας έτσι ανεπίσημα τα θεμέλια της Βαπτιστικής Εκκλησίας του Αμβούργου. Αλλά μέχρι να γίνει η επίσημη «Αναγνώριση» της Εκκλησίας από την κρατική εξουσία, το 1858, μεσολάβησαν χρόνια πικρά και δύσκολα με διωγμούς και ταπεινώσεις, κυρίως από τα αστυνομικά όργανα.

Αλλά πότε και πώς άλλαξε η κατάσταση, ώστε στο Αμβούργο σήμερα να ανθούν 14 Βαπτιστικές Εκκλησίες;

Το 1842 μια μεγάλη πυρκαγιά ερήμωσε μεγάλα τμήματα της πόλης του Αμβούργου, αφήνοντας πολλούς άστεγους και τραυματίες. Η κρατική εξουσία παρέλυσε και η περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη. Ο J.G. Oncken, αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του κτιρίου, που γίνονταν οι συναθροίσεις και μαζί με όλα τα μέλη προσέφεραν στέγη και τροφή σε συνανθρώπους τους που είχαν πληγεί από την πυρκαγιά και τα επακόλουθά της. Όταν η κατάσταση σταθεροποιήθηκε και πάλι, η Σύγκλητος της πόλης δεν είχε λόγους να αρνείται πλέον την «Αναγνώριση», που ζητούσε μια ομάδα πολιτών που με τόση αυτοθυσία στάθηκαν πιστοί στις επάλξεις όταν η πόλη τους χρειάστηκε και προσέφεραν με αυταπάρνηση για το κοινό καλό. Η επίσημη πνευματική ηγεσία αντιστάθηκε βέβαια σθεναρά σ’ αυτή την απόφαση της Συγκλήτου, αλλά η «γνώμη» του «Υπουργείου Θρησκευτικών», την οποία η Σύγκλητος ζήτησε, όπως η παράδοση το απαιτούσε, δεν ήταν δεσμευτική από τον νόμο. Καθώς ήταν αρνητική απλά την προσπέρασαν …

Αμέσως μετά την επίσημη αναγνώριση, ως Βαπτιστική Εκκλησία, ο αριθμός των μελών της από 7 ανέβηκε στα 700. Η πόλη του Αμβούργου, με επίσημο έγγραφο εγγυήθηκε ευθύς την ελεύθερη και χωρίς εμπόδια άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των μελών της Βαπτιστικής Εκκλησίας. Στο έγγραφο αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι «ο ποιμένας της Εκκλησίας και το Πρεσβυτέριο, των οποίων ο ενάρετος και χρηστός βίος τίθεται ως προϋπόθεση για την άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβάνουν την υποχρέωση να εμφανιστούν έμπροσθεν της Συγκλήτου». Τον Μάρτιο του 1866 τέθηκαν τα θεμέλια της πρώτης Βαπτιστικής Εκκλησίας, δίπλα στην Εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ, στο τότε κέντρο της πόλης. Την ίδια χρονιά στο επίσημο «Βιβλίο Χρονικών» της πόλης του Αμβούργου αναφέρεται η Βαπτιστική Εκκλησία στην ίδια στήλη, «περί Εκκλησιών και Πολιτισμού», ισότιμα μαζί με τις άλλες Εκκλησίες της πόλης.

Τα δύσκολα χρόνια του διωγμού και της μισαλλοδοξίας πήραν έτσι ένα τέλος. Χάρη σε μια «τυχαία» πυρκαγιά στην πόλη και χάρη στην χριστιανική αγάπη και στην αυτοθυσία των μελών μιας θρησκευτικής συνάθροισης, που ήθελαν να μη ζουν στο περιθώριο της πόλης τους, αλλά όντας πολίτες της να επιζητούν το καλύτερο γι’ αυτήν και για τους ίδιους, χωρίς να ξεφεύγουν από τις βιβλικές αρχές, που είχαν θέσει για τους εαυτούς τους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Η Ινδία που ξέραμε χάνεται γρήγορα», σχολιάζει χριστιανός επίσκοπος το viral βίντεο που έχει προκαλέσει οργή

Κωνσταντίνος Μεταλληνός

Παράδοξα της πίστης