Η Κρίση και οι ευθύνες της Εκκλησίας του Χριστού
Μεταφέρω σκέψεις του Γιώργου Π. Αλεξανδρή, τις οποίες πρόσφατα εξέφρασε δημόσια.
Πίσω από την τραγωδία που ζούμε είναι η αντιστροφή του συστήματος αξιών μας. Περιφρονήσαμε την έννοια της παραγωγικής εργασίας, θεωρήσαμε σαν «πετυχημένο» τον πλούσιο, αδιαφορώντας για το πώς έγινε πλούσιος, χλευάσαμε την πρακτική της αποταμίευσης και το λιτό τρόπο ζωής άλλων ευρωπαϊκών λαών. Το μεταμοντέρνο μας υποσυνείδητο, σχεδόν αδιαμαρτύρητα αποδέχτηκε το δήθεν θάνατο των νομοτελειών. Και δεν ήταν μόνο ότι υποβιβάσαμε τις αξίες, το τραγικότερο ήταν οτι θεοποιήσαμε - κυριολεκτικά - τις απαξίες. Απληστία και πλεονεξία, επιδειξιομανία και γκλαμουριά, φιλαυτία και ναρκισσισμός ήταν οι οδηγοί μας και τα είδωλά μας όλ’ αυτά τα χρόνια.
Και μέσα σε αυτό το πάρτι της αλαζονείας του πλούτου, η αληθινή και ζωντανή Εκκλησία συμβιβάστηκε και σιώπησε. Θυμάμαι και συχνά τελευταία μνημονεύω σε ομιλίες μου το περιστατικό που περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων στο 19ο κεφάλαιο στα εδάφια 23-41. Τότε που ο Παύλος για πρώτη φορά κήρυξε το ευαγγέλιο της Χάρης στην Έφεσο. Τότε που προκάλεσε την εκεί κοινωνία ξεσκεπάζοντας, εκθέτοντας και πολεμώντας τα είδωλά της, προκαλώντας τη βίαιη αντίδραση της συντεχνίας των αργυροκόπων υπό τον Δημήτριο. Δεν απέφυγε την πρόκληση και το ξέσπασμα του σκανδάλου ο Παύλος μη αναφερόμενος στα είδωλα. Ευθαρσώς κήρυξε ότι «ουκ εισιν θεοί οι δια χειρός γινόμενοι». Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, για το κόστος που θα επέφερε η καθαρότητα του μηνύματός του στην κοινωνία και στο ίδιο το έργο του Θεού. Και γι’ αυτό ευλογήθηκε. Κατέδειξε τα είδωλα, εξέθεσε τα είδωλα, πολέμησε τα είδωλα. Εμείς; Εμείς, φοβάμαι, κρατήσαμε τη θέση του γραμματέα της ιστορίας μας. Τη θέση τη μεσοβέζικη, τη συμβιβαστική, τη θέση της ένοχης ανοχής. Σιωπήσαμε όταν η ελληνική κοινωνία «θεσμοθετούσε» με διάφορους τρόπους την ανηθικότητα και την παρανομία και σε πολλές περιπτώσεις φοβάμαι, ότι με την παθητική μας στάση, πήραμε μέρος στο πάρτι. Δεν τολμήσαμε να αρθρώσουμε κριτικό λόγο στην κοινωνία μας και στην καλύτερη περίπτωση αυτό το κάναμε γιατί πιστέψαμε ότι θα βλάπταμε το ευαγγέλιο. Τις περισσότερες βέβαια φορές αγκαλιάσαμε τις ψευδαξίες. Κάναμε είδωλά μας αυτά που αγωνιζόμασταν ν’ αποκτήσουμε, υποκύπτοντας στην επιθυμία των οφθαλμών και της σάρκας (A΄ Ιωάνν. 2:15-17). Ή αυτά που είχαμε αποκτήσει, (υλικό πλούτο ή άυλο κεφάλαιο όπως η κοινωνική μας θέση), τα κάναμε το υπόβαθρο στο οποίο στηρίξαμε τη ζωή μας, συμπληρώνοντας το τρίπολο του Ιωάννη με την αλαζονεία του βίου. Πόσο συχνά από τους άμβωνές μας καταδείξαμε τη φοροδιαφυγή, παθητική κι ενεργητική, σαν αμαρτία; Πόσοι δώσαμε το στίγμα μας σαν χριστιανοί συμπληρώνοντας ειλικρινείς φορολογικές δηλώσεις, αποφεύγοντας τα πολεοδομικά τερτίπια, αρνούμενοι το φακελλάκι στον εκβιαστή γιατρό; Πολλοί δηλώνουμε «αγανακτισμένοι», όμως θα έπρεπε να είχαμε αγανακτήσει με τους εαυτούς μας όταν κάναμε το παν για να μπουν τα παιδιά μας στον «παράδεισο» του Δημοσίου, ή να τη βγάλουν λάδι στο στρατό εις βάρος άλλων. Θα έπρεπε σαν μιμητές του Χριστού και του Παύλου να είχαμε αγανακτήσει με μια κοινωνία που πίστεψε ότι θα θέριζε ευημερία χωρίς να έχει πριν σπείρει στο μόχθο και στην εργασία και αντίθετα θα απέφευγε να θερίσει τ’ αποτελέματα της σποράς στη συναλλαγή, στη διαφθορά, στην αμαρτία.
Μήπως, λοιπόν, ζούμε σε μια αγανακτισμένη κοινωνία γιατί έγκαιρα δεν υπήρξαμε μια αγανακτισμένη Εκκλησία;
Πίσω από την τραγωδία που ζούμε είναι η αντιστροφή του συστήματος αξιών μας. Περιφρονήσαμε την έννοια της παραγωγικής εργασίας, θεωρήσαμε σαν «πετυχημένο» τον πλούσιο, αδιαφορώντας για το πώς έγινε πλούσιος, χλευάσαμε την πρακτική της αποταμίευσης και το λιτό τρόπο ζωής άλλων ευρωπαϊκών λαών. Το μεταμοντέρνο μας υποσυνείδητο, σχεδόν αδιαμαρτύρητα αποδέχτηκε το δήθεν θάνατο των νομοτελειών. Και δεν ήταν μόνο ότι υποβιβάσαμε τις αξίες, το τραγικότερο ήταν οτι θεοποιήσαμε - κυριολεκτικά - τις απαξίες. Απληστία και πλεονεξία, επιδειξιομανία και γκλαμουριά, φιλαυτία και ναρκισσισμός ήταν οι οδηγοί μας και τα είδωλά μας όλ’ αυτά τα χρόνια.
Και μέσα σε αυτό το πάρτι της αλαζονείας του πλούτου, η αληθινή και ζωντανή Εκκλησία συμβιβάστηκε και σιώπησε. Θυμάμαι και συχνά τελευταία μνημονεύω σε ομιλίες μου το περιστατικό που περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων στο 19ο κεφάλαιο στα εδάφια 23-41. Τότε που ο Παύλος για πρώτη φορά κήρυξε το ευαγγέλιο της Χάρης στην Έφεσο. Τότε που προκάλεσε την εκεί κοινωνία ξεσκεπάζοντας, εκθέτοντας και πολεμώντας τα είδωλά της, προκαλώντας τη βίαιη αντίδραση της συντεχνίας των αργυροκόπων υπό τον Δημήτριο. Δεν απέφυγε την πρόκληση και το ξέσπασμα του σκανδάλου ο Παύλος μη αναφερόμενος στα είδωλα. Ευθαρσώς κήρυξε ότι «ουκ εισιν θεοί οι δια χειρός γινόμενοι». Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, για το κόστος που θα επέφερε η καθαρότητα του μηνύματός του στην κοινωνία και στο ίδιο το έργο του Θεού. Και γι’ αυτό ευλογήθηκε. Κατέδειξε τα είδωλα, εξέθεσε τα είδωλα, πολέμησε τα είδωλα. Εμείς; Εμείς, φοβάμαι, κρατήσαμε τη θέση του γραμματέα της ιστορίας μας. Τη θέση τη μεσοβέζικη, τη συμβιβαστική, τη θέση της ένοχης ανοχής. Σιωπήσαμε όταν η ελληνική κοινωνία «θεσμοθετούσε» με διάφορους τρόπους την ανηθικότητα και την παρανομία και σε πολλές περιπτώσεις φοβάμαι, ότι με την παθητική μας στάση, πήραμε μέρος στο πάρτι. Δεν τολμήσαμε να αρθρώσουμε κριτικό λόγο στην κοινωνία μας και στην καλύτερη περίπτωση αυτό το κάναμε γιατί πιστέψαμε ότι θα βλάπταμε το ευαγγέλιο. Τις περισσότερες βέβαια φορές αγκαλιάσαμε τις ψευδαξίες. Κάναμε είδωλά μας αυτά που αγωνιζόμασταν ν’ αποκτήσουμε, υποκύπτοντας στην επιθυμία των οφθαλμών και της σάρκας (A΄ Ιωάνν. 2:15-17). Ή αυτά που είχαμε αποκτήσει, (υλικό πλούτο ή άυλο κεφάλαιο όπως η κοινωνική μας θέση), τα κάναμε το υπόβαθρο στο οποίο στηρίξαμε τη ζωή μας, συμπληρώνοντας το τρίπολο του Ιωάννη με την αλαζονεία του βίου. Πόσο συχνά από τους άμβωνές μας καταδείξαμε τη φοροδιαφυγή, παθητική κι ενεργητική, σαν αμαρτία; Πόσοι δώσαμε το στίγμα μας σαν χριστιανοί συμπληρώνοντας ειλικρινείς φορολογικές δηλώσεις, αποφεύγοντας τα πολεοδομικά τερτίπια, αρνούμενοι το φακελλάκι στον εκβιαστή γιατρό; Πολλοί δηλώνουμε «αγανακτισμένοι», όμως θα έπρεπε να είχαμε αγανακτήσει με τους εαυτούς μας όταν κάναμε το παν για να μπουν τα παιδιά μας στον «παράδεισο» του Δημοσίου, ή να τη βγάλουν λάδι στο στρατό εις βάρος άλλων. Θα έπρεπε σαν μιμητές του Χριστού και του Παύλου να είχαμε αγανακτήσει με μια κοινωνία που πίστεψε ότι θα θέριζε ευημερία χωρίς να έχει πριν σπείρει στο μόχθο και στην εργασία και αντίθετα θα απέφευγε να θερίσει τ’ αποτελέματα της σποράς στη συναλλαγή, στη διαφθορά, στην αμαρτία.
Μήπως, λοιπόν, ζούμε σε μια αγανακτισμένη κοινωνία γιατί έγκαιρα δεν υπήρξαμε μια αγανακτισμένη Εκκλησία;
Σχόλια